ραδιογράφημα

ραδιογράφημα
τό
1) радиограмма; 2) рентгеновский снимок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ραδιογράφημα" в других словарях:

  • ραδιογράφημα — το, Ν 1. φωτογραφική εικόνα που παίρνεται με ακτινογραφία 2. τηλεγράφημα με ασύρματο, ραδιοτηλεγράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. radiogram (< λατ. radius «ακτίνα» + γράφημα < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • ραδιογράφημα — το, ατος 1. εικόνα που πήραμε με ακτινογραφία. 2. ραδιοτηλεγράφημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»